Στο Αρχαίο Θέατρο Δίου στις 21:30
Της Ευαγγελίας Ράπτου – Στεργιούλα
Πρόκειται για μια όμορφη, καλοστημένη και αστεία παράσταση.
Φέρνει τους νεότερους σε επαφή με έναν μοναδικό για τα ελληνικά γράμματα συγγραφέα, που καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα διασκεδαστικός και πρωτοποριακός, δίνοντας και στους παλαιότερους την ευκαιρία να τον ξαναθυμηθούν.
Και ο λόγος για τον θεατρικό συγγραφέα Χρύσανθο (Μέντη) Μποσταντζόγλου –αλλά και σκιτσογράφο και γελοιογράφο, στιχουργό και ζωγράφο- που με τη ζωή του δια-πέρασε όλον τον 20ο αιώνα και με το έργο του «Φαύστα» αφήνει τη σφραγίδα του στο θέατρο.
Έχει χαρακτηριστεί έργο γοητευτικό, περίπλοκο και μυστηριώδες, παράλληλα φιλικό, ευέλικτο και διαχρονικό.
Αρκεί να κοιτάξεις μέσα του χωρίς ιδιοτέλεια και αυτό θα πάρει το σχήμα της δικής σου ματιάς.
Έργο καθολικό και πανανθρώπινο.
Αν η γλώσσα του Μποστ μπορούσε να μεταφραστεί, η Φαύστα θα είχε αποδοθεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Και αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, η Φαύστα παραμένει πάντα σύγχρονη, ελληνική και ευρωπαϊκή. Είναι έργο ρευστό και «ατελές», γι’ αυτό πάντα θα διαβάζεται διαφορετικά, αναμένοντας τη σκηνική του τελείωση (Ν. Χατζηπαπάς).
Σύμφωνα με προσωπικές του συγγραφέα καταθέσεις, το έργο είναι γραμμένο το καλοκαίρι του 1963. Αφορμή στάθηκε ένα πραγματικό γεγονός, τότε που ένας καρχαρίας στο Κερατσίνι έφαγε κάποιο παιδί που κολυμπούσε. Αυτός στάθηκε η πυρήνας της Φαύστας.
Ποιητική αδεία, το παιδί το έκανε κοριτσάκι και το βάπτισε Ριτσάκι, επειδή το δραματούργημα το είχε αρχίσει σε δεκαπεντασύλλαβο και το εξυπηρετούσε η πρωτότυπη ρίμα.
Στο Κερατσίνι το παιδί εξαφανίστηκε, στη Φαύστα το «Ριτσάκι» ξαναβρίσκεται απ’ τους γονείς του έπειτα από 20 έτη, βγαίνοντας από την κοιλιά του κήτους που ψαρεύει ο μανιώδης ψαράς πατέρας.
Ο συγγραφέας, σε μια γλώσσα - κράμα λόγιων και λαϊκών εκφράσεων με εκούσια τάση παραφθοράς των λέξεων και ανορθόγραφη απόδοση του ήχου, που προκαλεί εσκεμμένα συνειρμούς με άλλες έννοιες τις οποίες και διακωμωδεί, με κείμενο γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με αμέτρητους εσκεμμένους σολοικισμούς, για να βγαίνει εύκολα η ρίμα και να καταστρέφεται η καθαρεύουσα, αποποιείται την υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό, τη σοβαροφάνεια και την «επίσημη» εκδοχή των πραγμάτων.
Υμνεί το παράδοξο, το αναρχικό, το ανατρεπτικό, το ελευθεριάζον, το προκλητικό.
Ένα επίμονο πειραχτήρι ο Μποστ καταφέρνει με τη θεατρική του πένα να στρεβλώσει τα πάντα κατά πώς τον βολεύει, με σκοπό το γέλιο που… ευφραίνει καρδίαν.
Έτσι, και στην πικάντικη και πιπεράτη Φαύστα καταφέρνει να σε κάνει να γελάσεις μετά δακρύων με ένα τραγικό γεγονός.
Ίσως το πιο τραγικό, την απώλεια, και μάλιστα ενός τετράχρονου, κοριτσιού που την καταπίνει ένα ψάρι-κήτος για να την ξαναβρούν οι γονείς της μετά από 16 χρόνια μέσα στην κοιλιά του και να την κατασπαράξουν οι γάτες -μια και δεν πρόλαβε να πλυθεί και βρομούσε ψαρίλα- την επόμενη μέρα. Και γελάς χωρίς ενοχές, με αυτή τη μαγική ιδιότητα που έχει το μαύρο χιούμορ, αλλά και η δαιμόνια, μοναδική στο είδος της γραφή του Μποστ, που καταφέρνει να κάνει το αφύσικο φυσικό και το απαράδεκτο αποδεκτό.
Υπάρχει λογική στο παράλογο; Αλήθεια στο ψέμα;
Ένα μικρό κομμάτι από τους παροιμιώδεις διάλογους του θεότρελου μποστικού σύμπαντος:
Γιάννης: Οι πτωχοί πρέπει να δίνουν φόρους μ’ ακόμη περισσότερους να βάζουν στους ευπόρους. Μονάχα έτσι θα βρεθεί σωστή δικαιοσύνη κι ο πλούσιος και ο πτωχός ανάλογα σαν δίνει.
Ριτσάκι: Εάν αυτό εφαρμοσθεί, τα έθνη μαραζώνουν. Σβήνουν από προσώπου γης και σαν κεράκια λιώνουν.
Γιάννης: Γιατί;
Ριτσάκι: Διότι διαιωνίζεται το κράτος αδικίας κι έχομεν πάλι πλούσιους και πτωχικάς οικίας. Καθόσον κάθε πάμπτωχος ανόητον θα βρίσκει να κάνει υπεράνθρωπους αγών διά να πλουτίσκει. “Διατί να γίνω πλούσιος”, θα σκέπτεται καθένας “διά να πληρώνω εισφοράς εν γένει ηυξημένας; Αντί να γίνω πλούσιος να δίνω περισσότερα, χίλιες φορές θεόφτωχος, που δίνω και λιγότερα». Γι’ αυτό σας λέω, ο φτωχός τότε θα προοδεύει αν βλέπει πως τον πλούσιον το κράτος τον βραβεύει. Η μόνη σίγουρη οδός παραγωγής ευπόρων ειν’ να τρελάνουν τους φτωχούς με δυσβαστάκτων φόρων...».
Το κείμενο δημιουργεί συναισθήματα τελείως ανάποδα από τις καταστάσεις που παρουσιάζει. Οι καταστάσεις του έργου, ευτυχίας ή δυστυχίας, είναι τόσο εξωπραγματικές, που, όπως πιστεύουν οι σκηνοθέτες, δεν θα μπορούσαν να σκηνοθετηθούν με άλλο τρόπο.
Εν κατακλείδι, όπως ο ίδιος ο Μποστ κατέθεσε, η Φαύστα έχει τα εξής προσόντα: με την παρεμβολή 17 τραγουδιών γίνεται «μιούζικαλ» διαρκείας 2 ωρών. Αφαιρουμένων των τραγουδιών γίνεται μονόπρακτο μιας ώρας. Με την πρόσθεση 30-40 στίχων γίνεται έργο «πολιτικό». Με την αφαίρεση «πολιτικών αιχμών» γίνεται «σκηνικό παιχνίδι». Είναι έργο για όλους τους θιάσους, για όλες τις σκηνές, κάτι που κανείς συγγραφέας δεν κατάφερε μέχρι τώρα στην παγκόσμια δραματουργία.
Σκηνοθεσία: Κώστας Τσιάνος
Μουσική επιμέλεια: Σπύρος Καβαλιεράτος
Σκηνικά: Θάνος Καρώνης.
Τις ενδυμασίες, τους φωτισμούς, το σχεδιασμό αφίσας και προγράμματος επιμελήθηκε το εργαστήρι του θεσσαλικού θεάτρου.
Βοηθός σκηνοθέτη: Βασίλης Γιαβρής.
Παίζουν οι: Νικολέττα Βλαβιανού, Σταύρος Νικολαίδης, Πάνος Σταθακόπουλος, Μαίρη Σαουσοπούλου, Βασίλης Γιαβρής, Χάρης Φλέουρας, Ηλίας Μπέρμπερης.
Αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον την παράσταση από το Θεσσαλικό Θέατρο και τον σκηνοθέτη του Κώστα Τσιάνο, που έκανε πάντα μεγάλες θεατρικές επιτυχίες. Οι φίλοι του Φεστιβάλ Ολύμπου είχαν την τύχη να απολαύσουν πολλές από αυτές. Το ίδιο ελπίζουμε να γίνει και τώρα.
*Η Ευαγγελία Ράπτου - Στεργιούλα είναι καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας, Υπ. Διδάκτωρ Tμ. Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ., Τομέα Γλώσσας Θεάτρου και Πολιτισμού Παν. Αιγαίου. Κατοικεί και εργάζεται στη Λάρισα.
Της Ευαγγελίας Ράπτου – Στεργιούλα
Πρόκειται για μια όμορφη, καλοστημένη και αστεία παράσταση.
Φέρνει τους νεότερους σε επαφή με έναν μοναδικό για τα ελληνικά γράμματα συγγραφέα, που καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα διασκεδαστικός και πρωτοποριακός, δίνοντας και στους παλαιότερους την ευκαιρία να τον ξαναθυμηθούν.
Και ο λόγος για τον θεατρικό συγγραφέα Χρύσανθο (Μέντη) Μποσταντζόγλου –αλλά και σκιτσογράφο και γελοιογράφο, στιχουργό και ζωγράφο- που με τη ζωή του δια-πέρασε όλον τον 20ο αιώνα και με το έργο του «Φαύστα» αφήνει τη σφραγίδα του στο θέατρο.
Έχει χαρακτηριστεί έργο γοητευτικό, περίπλοκο και μυστηριώδες, παράλληλα φιλικό, ευέλικτο και διαχρονικό.
Αρκεί να κοιτάξεις μέσα του χωρίς ιδιοτέλεια και αυτό θα πάρει το σχήμα της δικής σου ματιάς.
Έργο καθολικό και πανανθρώπινο.
Αν η γλώσσα του Μποστ μπορούσε να μεταφραστεί, η Φαύστα θα είχε αποδοθεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Και αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, η Φαύστα παραμένει πάντα σύγχρονη, ελληνική και ευρωπαϊκή. Είναι έργο ρευστό και «ατελές», γι’ αυτό πάντα θα διαβάζεται διαφορετικά, αναμένοντας τη σκηνική του τελείωση (Ν. Χατζηπαπάς).
Σύμφωνα με προσωπικές του συγγραφέα καταθέσεις, το έργο είναι γραμμένο το καλοκαίρι του 1963. Αφορμή στάθηκε ένα πραγματικό γεγονός, τότε που ένας καρχαρίας στο Κερατσίνι έφαγε κάποιο παιδί που κολυμπούσε. Αυτός στάθηκε η πυρήνας της Φαύστας.
Ποιητική αδεία, το παιδί το έκανε κοριτσάκι και το βάπτισε Ριτσάκι, επειδή το δραματούργημα το είχε αρχίσει σε δεκαπεντασύλλαβο και το εξυπηρετούσε η πρωτότυπη ρίμα.
Στο Κερατσίνι το παιδί εξαφανίστηκε, στη Φαύστα το «Ριτσάκι» ξαναβρίσκεται απ’ τους γονείς του έπειτα από 20 έτη, βγαίνοντας από την κοιλιά του κήτους που ψαρεύει ο μανιώδης ψαράς πατέρας.
Ο συγγραφέας, σε μια γλώσσα - κράμα λόγιων και λαϊκών εκφράσεων με εκούσια τάση παραφθοράς των λέξεων και ανορθόγραφη απόδοση του ήχου, που προκαλεί εσκεμμένα συνειρμούς με άλλες έννοιες τις οποίες και διακωμωδεί, με κείμενο γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με αμέτρητους εσκεμμένους σολοικισμούς, για να βγαίνει εύκολα η ρίμα και να καταστρέφεται η καθαρεύουσα, αποποιείται την υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό, τη σοβαροφάνεια και την «επίσημη» εκδοχή των πραγμάτων.
Υμνεί το παράδοξο, το αναρχικό, το ανατρεπτικό, το ελευθεριάζον, το προκλητικό.
Ένα επίμονο πειραχτήρι ο Μποστ καταφέρνει με τη θεατρική του πένα να στρεβλώσει τα πάντα κατά πώς τον βολεύει, με σκοπό το γέλιο που… ευφραίνει καρδίαν.
Έτσι, και στην πικάντικη και πιπεράτη Φαύστα καταφέρνει να σε κάνει να γελάσεις μετά δακρύων με ένα τραγικό γεγονός.
Ίσως το πιο τραγικό, την απώλεια, και μάλιστα ενός τετράχρονου, κοριτσιού που την καταπίνει ένα ψάρι-κήτος για να την ξαναβρούν οι γονείς της μετά από 16 χρόνια μέσα στην κοιλιά του και να την κατασπαράξουν οι γάτες -μια και δεν πρόλαβε να πλυθεί και βρομούσε ψαρίλα- την επόμενη μέρα. Και γελάς χωρίς ενοχές, με αυτή τη μαγική ιδιότητα που έχει το μαύρο χιούμορ, αλλά και η δαιμόνια, μοναδική στο είδος της γραφή του Μποστ, που καταφέρνει να κάνει το αφύσικο φυσικό και το απαράδεκτο αποδεκτό.
Υπάρχει λογική στο παράλογο; Αλήθεια στο ψέμα;
Ένα μικρό κομμάτι από τους παροιμιώδεις διάλογους του θεότρελου μποστικού σύμπαντος:
Γιάννης: Οι πτωχοί πρέπει να δίνουν φόρους μ’ ακόμη περισσότερους να βάζουν στους ευπόρους. Μονάχα έτσι θα βρεθεί σωστή δικαιοσύνη κι ο πλούσιος και ο πτωχός ανάλογα σαν δίνει.
Ριτσάκι: Εάν αυτό εφαρμοσθεί, τα έθνη μαραζώνουν. Σβήνουν από προσώπου γης και σαν κεράκια λιώνουν.
Γιάννης: Γιατί;
Ριτσάκι: Διότι διαιωνίζεται το κράτος αδικίας κι έχομεν πάλι πλούσιους και πτωχικάς οικίας. Καθόσον κάθε πάμπτωχος ανόητον θα βρίσκει να κάνει υπεράνθρωπους αγών διά να πλουτίσκει. “Διατί να γίνω πλούσιος”, θα σκέπτεται καθένας “διά να πληρώνω εισφοράς εν γένει ηυξημένας; Αντί να γίνω πλούσιος να δίνω περισσότερα, χίλιες φορές θεόφτωχος, που δίνω και λιγότερα». Γι’ αυτό σας λέω, ο φτωχός τότε θα προοδεύει αν βλέπει πως τον πλούσιον το κράτος τον βραβεύει. Η μόνη σίγουρη οδός παραγωγής ευπόρων ειν’ να τρελάνουν τους φτωχούς με δυσβαστάκτων φόρων...».
Το κείμενο δημιουργεί συναισθήματα τελείως ανάποδα από τις καταστάσεις που παρουσιάζει. Οι καταστάσεις του έργου, ευτυχίας ή δυστυχίας, είναι τόσο εξωπραγματικές, που, όπως πιστεύουν οι σκηνοθέτες, δεν θα μπορούσαν να σκηνοθετηθούν με άλλο τρόπο.
Εν κατακλείδι, όπως ο ίδιος ο Μποστ κατέθεσε, η Φαύστα έχει τα εξής προσόντα: με την παρεμβολή 17 τραγουδιών γίνεται «μιούζικαλ» διαρκείας 2 ωρών. Αφαιρουμένων των τραγουδιών γίνεται μονόπρακτο μιας ώρας. Με την πρόσθεση 30-40 στίχων γίνεται έργο «πολιτικό». Με την αφαίρεση «πολιτικών αιχμών» γίνεται «σκηνικό παιχνίδι». Είναι έργο για όλους τους θιάσους, για όλες τις σκηνές, κάτι που κανείς συγγραφέας δεν κατάφερε μέχρι τώρα στην παγκόσμια δραματουργία.
Σκηνοθεσία: Κώστας Τσιάνος
Μουσική επιμέλεια: Σπύρος Καβαλιεράτος
Σκηνικά: Θάνος Καρώνης.
Τις ενδυμασίες, τους φωτισμούς, το σχεδιασμό αφίσας και προγράμματος επιμελήθηκε το εργαστήρι του θεσσαλικού θεάτρου.
Βοηθός σκηνοθέτη: Βασίλης Γιαβρής.
Παίζουν οι: Νικολέττα Βλαβιανού, Σταύρος Νικολαίδης, Πάνος Σταθακόπουλος, Μαίρη Σαουσοπούλου, Βασίλης Γιαβρής, Χάρης Φλέουρας, Ηλίας Μπέρμπερης.
Αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον την παράσταση από το Θεσσαλικό Θέατρο και τον σκηνοθέτη του Κώστα Τσιάνο, που έκανε πάντα μεγάλες θεατρικές επιτυχίες. Οι φίλοι του Φεστιβάλ Ολύμπου είχαν την τύχη να απολαύσουν πολλές από αυτές. Το ίδιο ελπίζουμε να γίνει και τώρα.
*Η Ευαγγελία Ράπτου - Στεργιούλα είναι καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας, Υπ. Διδάκτωρ Tμ. Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ., Τομέα Γλώσσας Θεάτρου και Πολιτισμού Παν. Αιγαίου. Κατοικεί και εργάζεται στη Λάρισα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου